- τετραπλεθρία
- τετρᾰ-πλεθρία, ἡ,A area of four plethra, IG9(1).693.7 ([place name] Corcyra); written [suff] τετρᾰ-πελεθρία, ib.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραπλεθρία — και τετραπελεθρία, ἡ, Α [τετράπλεθρος] έκταση τεσσάρων πλέθρων … Dictionary of Greek
τετραπελεθρία — ἡ, Α βλ. τετραπλεθρία … Dictionary of Greek